- μελάγγαιος,
- μελάγ-γειος, u. μελάγ-γαιος, u. μελάγ-γεως, schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελάγγαιος — μελάγγαιος, ον (Α) ιων. τ. βλ. μελάγγειος … Dictionary of Greek
μελάγγαιος — with black soil masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγγαιον — μελάγγαιος with black soil masc/fem acc sg μελάγγαιος with black soil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγγαια — μελάγγαιος with black soil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφυδρος — η, ο (ΑΜ ἔφυδρος, ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, ον) υγρός, βροχερός αρχ. 1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος… … Dictionary of Greek
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… … Dictionary of Greek
μελάγγειος — μελάγγειος, ον και μελάγγεως, ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, ον) (για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γειος / γεως / γαιος (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ.… … Dictionary of Greek
μελάγγη — η μαύρο και παχύ εύφορο χώμα, μαυρόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γη (πρβλ. αρχ. επί θ. μελάγγειος, μελάγγαιος)] … Dictionary of Greek